στρογγυλώψ
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
ῶπος,
A round-eyed, synon. of Κύκλωψ, Serv.Dan.ad Verg.A.8.649.
Greek (Liddell-Scott)
στρογγυλώψ: -ῶπος, ὁ ἔχων στρογγύλους ὀφθαλμούς, συνώνυμ. τῷ Κύκλωψ, ἐν τοῖς Σχολ. Βεργιλ.
Full diacritics: στρογγυλώψ | Medium diacritics: στρογγυλώψ | Low diacritics: στρογγυλώψ | Capitals: ΣΤΡΟΓΓΥΛΩΨ |
Transliteration A: strongylṓps | Transliteration B: strongylōps | Transliteration C: stroggylops | Beta Code: stroggulw/y |
ῶπος,
A round-eyed, synon. of Κύκλωψ, Serv.Dan.ad Verg.A.8.649.
στρογγυλώψ: -ῶπος, ὁ ἔχων στρογγύλους ὀφθαλμούς, συνώνυμ. τῷ Κύκλωψ, ἐν τοῖς Σχολ. Βεργιλ.