λειψίφως
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
German (Pape)
[Seite 27] ωτος, = Vorigem, Eust. 811, 63.
Spanish
Greek Monolingual
λειψίφως, -ωτος, τὸ (ΑM)
ελλειπές, ελαττωμένο, άτονο φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψι- (βλ. λείπω) + φῶς (πρβλ. ημί-φως), σύνθετο του τύπου τερψίμβροτος.