κεραύνοπλος
From LSJ
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
Spanish
Greek Monolingual
κεραύνοπλος, -ον (Α)
οπλισμένος με κεραυνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -οπλος (< ὅπλον), πρβλ. μακρ-αυχέν-οπλος, πάν-οπλος].