καταναθεματίζω
German (Pape)
[Seite 1365] verwünschen, N. T.
French (Bailly abrégé)
anathématiser, maudire ; proférer des imprécations.
Étymologie: κατανάθεμα.
English (Strong)
from κατά (intensive) and ἀναθεματίζω; to imprecate: curse.
Greek Monolingual
καταναθεματίζω (Α)
1. καταριέμαι κάποιον
2. διαβεβαιώνω κάποιον για την αλήθεια τών λόγων μου χρησιμοποιώντας κατάρες κατά του εαυτού μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀναθεματίζω.