κατανάθεμα

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατανάθεμα Medium diacritics: κατανάθεμα Low diacritics: κατανάθεμα Capitals: ΚΑΤΑΝΑΘΕΜΑ
Transliteration A: katanáthema Transliteration B: katanathema Transliteration C: katanathema Beta Code: katana/qema

English (LSJ)

-ατος, τό, curse, Apoc.22.3; and κατανα-θεμᾰτίζω, curse, Ev.Matt.26.74, both vv.ll. for καταθ-.

German (Pape)

[Seite 1365] τό, Verwünschung gegen Einen, N.T.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
anathème.
Étymologie: κατά, ἀνατίθημι.

Greek (Liddell-Scott)

κατανάθεμα: κατάρα, καταναθεμᾰτίζω, καταρῶμαι, συναπτ. μετὰ τοῦ ὀμνύω, Καιν. Διαθ.· ἀλλ’ ἴδε κατάθεμα.

English (Strong)

from κατά (intensive) and ἀνάθεμα; an imprecation: curse.

English (Thayer)

καταναθεματος, τό, once in see ἀνάθεμα and κατάθεμα. Not found in secular authors.

Greek Monolingual

κατανάθεμα, τὸ (Α)
κατάρα εναντίον κάποιου.

Greek Monotonic

κατανάθεμα: κατάρα, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

a curse, NTest.

Chinese

原文音譯:katan£qema 卡特-安那-帖馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向下-向上-安置(果效) 相當於: (חָרַם‎) (חֵרֶם‎)
字義溯源:咒詛;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἀνάθεμα)=被革除,受咒詛)組成;其中 (ἀνάθεμα)出自 (ἀνατίθημι)=宣布,而 (ἀνατίθημι)又由(ἀνά)*=上)與(τίθημι)*=設立,安放)組成。參讀 (ἀνάθεμα)同義字
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 咒詛(1) 啓22:3