καταριέμαι
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
Greek Monolingual
και καταργιούμαι και καταρώμαι (AM καταρῶμαι, -άομαι)
1. εκφράζω την επιθυμία να πάθει κάποιος κακό, ξεστομίζω κατάρα (α. «μην τον καταριέσαι γιατί είναι παιδί σου» β. «τῷ δὲ καταρῶνται πάντες βροτοὶ ἄλγε' ὀπίσσω», Ομ. Οδ.)
2. (μτχ. παθ. παρακμ.) καταραμένος, -η, -ο και κατηραμένος και κεκατηραμένος, -η, -ον
α) αυτός που είναι άξιος κατάρας, ο κατάρατος, ο μισητός
β) εκείνος τον οποίο έχουν καταραστεί
νεοελλ.
(μτχ. αρσ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ο καταραμένος
ο διάβολος
αρχ.
1. εύχομαι («καταρῶνται μήτε πλοῖα στεγανὰ γενέσθαι», Αριστοτ.)
2. βλαστημώ («εὐλογήσω τοὺς εὐλογοῦντας σε, καὶ τοὺς καταρωμένους σε καταράσομαι», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος νεοελλ. τ. του αρχ. καταρῶμαι (< κατ(α)- + ἀρῶμαι (< ἀρά «κατάρα»)].