συνεκλέπω
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
Full diacritics: συνεκλέπω | Medium diacritics: συνεκλέπω | Low diacritics: συνεκλέπω | Capitals: ΣΥΝΕΚΛΕΠΩ |
Transliteration A: syneklépō | Transliteration B: syneklepō | Transliteration C: syneklepo | Beta Code: sunekle/pw |
A help to hatch out, Porph.Abst. 3.10.
Α
ξεφλουδίζω κάτι μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκλέπω «ξεφλουδίζω»].