συνεξόμνυμι

Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

in Med.,

   A swear jointly in the negative, GDI4986.18 (Crete).

Greek Monolingual

Α
μέσ. συνεξόμνυμαι
αρνούμαι με όρκο κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξόμνυμι «αρνούμαι κάτι με όρκο»].