συνεξόμνυμι

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξόμνυμι Medium diacritics: συνεξόμνυμι Low diacritics: συνεξόμνυμι Capitals: ΣΥΝΕΞΟΜΝΥΜΙ
Transliteration A: synexómnymi Transliteration B: synexomnymi Transliteration C: syneksomnymi Beta Code: suneco/mnumi

English (LSJ)

in Med., swear jointly in the negative, GDI4986.18 (Crete).

Greek Monolingual

Α
μέσ. συνεξόμνυμαι
αρνούμαι με όρκο κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξόμνυμι «αρνούμαι κάτι με όρκο»].