ἐξόμνυμι
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
English (LSJ)
and ἐξομνύω, fut. ἐξομοῦμαι: aor. ἐξώμοσα:—
A swear in excuse, ἐξώμοσεν ἀρρωστεῖν τουτονί D.19.124.
II mostly, swear in the negative, ἐξομῇ τὸ μὴ εἰδέναι; S.Ant.535; μαρτυρεῖν ἢ ἐξομνύειν D.29.20:—mostly in Med., aor. ἐξωμοσάμην, deny or disown upon oath, swear formally that one does not know a thing, abjure, τὰς διαβολάς Id.57.36; ἃ μὲν οἶδεν ἐξόμνυσθαι Is.9.19: abs., ib.18, Pl.Lg.949a, etc.; οὐκ ἂν ἐξομόσαιτο μὴ οὐκ εἰδέναι D.57.59, cf. PHal.1.230 (iii B. C.); forswear, renounce, συγγένειαν ἐξόμνυσθαι LXX 4 Ma.4.26, 10.3.
2 decline or refuse an office by an oath that one has not means or health to perform it, ἐξομόσασθαι τὴν πρεσβείαν Aeschin.2.94, cf. D.19.124; [τὴν ἀρχήν] Arist.Pol.1297a20, Plu.Marc.6, 12, cf. Thphr. Char.24.5.
3 forswear, renounce, τὴν ἐλευθερίαν Luc.Apol.6; τὴν ἐπικουρίαν Jul. Or.2.60d.
III later, simply, swear, make affidavit, PFlor.32A12 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 886] (s. ὄμνυμι), abschwören, schwörend verneinen, ἐξώμοσεν ἀῤῥωστεῖν τουτονί, er entschuldigte ihn durch die eidliche Versicherung, daß er krank sei, Dem. 19, 124. – Gew, im med. durch einen Schwur betheuern, daß man von einer Sache Nichts wisse, ἢ 'ξομεῖ τὸ μὴ εἰδέναι Soph. Ant. 531; ἐξαρνηθέντι καὶ ἐξομοσαμένῳ Plat. Legg. XII, 949 a. Oft bei den Rednern, Is. 9, 18 Lycurg. 20 Dem. 58, 7; die Zeugen mußten ihr Zeugniß ablegen od. schwören, daß sie Nichts wußten. – Auch πρεσβείαν, schwören, daß man die Gesandtschaft (z. B. wegen Krankheit) nicht annehmen könne, Aesch. 2, 94; dah. von einem eben Erwählten, der die Wahl ablehnt, Dem. 19, 122 (s. oben); so τὸ τίμημα Arist. pol. 4, 13; τὴν ἀρχήν Plut. Marc. 12 Arat. 38.
French (Bailly abrégé)
alléguer comme excuse avec serment;
Moy. ἐξόμνυμαι;
1 nier par serment : τὸ μὴ εἰδέναι SOPH s'excuser en jurant qu'on ignore;
2 refuser (une charge) en s'excusant par serment, acc..
Étymologie: ἐξ, ὄμνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐξόμνῡμι: преимущ. med.
1 клятвенно утверждать, клясться: ἐξώμοσεν ἀρρωστεῖν τουτονί Dem. он поклялся, что (брат его) болен;
2 клятвенно отрицать: ἢ ἐξομεῖ τὸ μὴ εἰδέναι; Soph. уж не станешь ли клясться, что не знал(а)?;
3 (с клятвенной ссылкой на какую-л. уважительную причину) отказываться, отводить от себя, отклонять (πρεσβείαν Aeschin.; ἀρχήν Arst., Plut.; ὑπατείαν Plut.): παρελθὼν ἐξωμοσάμην Dem. я выступил и заявил формальный отвод; ἐξομόσασθαι μετ᾽ αἰτίας τινός Dem. отказаться с указанием какой-л. причины.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξόμνυμι: καὶ -ύω: μέλλ. ἐξομοῦμαι: ἀόρ. ἐξώμοσα, Ὁρκίζομαι πρὸς ἐπιβεβαίωσιν πράγματός τινος, ἐξώμοσεν τοῦτον ἀρρωστεῖν Δημ. 3. 9, 17. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον, ὁρκίζομαι ἀρνούμενος τι, φήσεις μετασχεῖν ἢ ’ξομεῖ τὸ μὴ εἰδέναι; Σοφ. Ἀντιγ. 535· μαρτυρεῖν ἢ ἐξομνύειν Δημ. 850. 10: ― ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ: ἀόρ. ἐξωμοσάμην, ἀρνοῦμαι ἢ ἀποκρούω τι μεθ’ ὅρκου, ταύτας τὰς διαβολὰς ἐξομνυμένους Δημ. 1310. 2· ἢ ἀπολ., Πλάτ. Νόμοι 949Α, Ἰσαῖος 76, 30, κλ.· μετ’ ἀρνητ. μορίων, ἐξομ. μὴ οὐκ εἰδέναι Δημ. 1317. 8: ― ἀρνοῦμαι μεθ’ ὅρκου, δὲν ἀναγνωρίζω, συγγένειαν ἐξόμνυσθαι Ἰωσήπου Μακκ. 10. 2) ἀρνοῦμαι νὰ ἀναδεχθῶ ἀρχήν τινα ὁρκιζόμενος ὅτι δὲν ἔχω τὰ μέσα ἢ τὴν ἀπαιτουμένην ὑγείαν ὅπως ἐκτελέσω τὰ ἐπιβαλλόμενά μοι καθήκοντα προσηκόντως, Λατ. ejurare magistratum ἢ imperium, ἐξομόσασθαι τὴν πρεσβείαν Αἰσχίν. 40. 30, πρβλ. Δημ. 378. 18· τὴν ἀρχήν Ἀριστ. Πολιτ. 4. 13, 2, Πλουτ. Μάρκελλ. 6. 12. Ὁ ὅρκος οὗτος ἐκαλεῖτο ἐξωμοσία ἢ ἀπωμοσία, ἴδε λεξικὸν τῆς Ἀρχαιολογίας.
Greek Monolingual
ἐξόμνυμι και ἐξομνύω (AM) όμνυμι
1. ορκίζομαι, βεβαιώνω κάτι με όρκο
2. αρνούμαι κάτι με όρκο
3. απαρνούμαι, αποκηρύττω
αρχ.
1. αρνούμαι να δεχθώ κάποιο αξίωμα προβάλλοντας μια δικαιολογία
2. απορρίπτω με περιφρόνηση.
Greek Monotonic
ἐξόμνῡμι: και -ύω· μέλ. ἐξομοῦμαι, αόρ. αʹ ἐξώμοσα·
1. ορκίζομαι για να επιβεβαιώσω κάτι, σε Δημ.· ορκίζομαι αρνούμενος κάτι, ἐξ.τὸ μὴ εἰδέναι, σε Σοφ.· κυρίως στη Μέσ., αρνούμαι ή αποκρούω κάτι με όρκο, ορκίζομαι επισήμως ότι δεν γνωρίζω κάτι, σε Δημ. κ.λπ.
2. αρνούμαι ένα αξίωμα ορκιζόμενος ότι δεν μπορώ να το εκτελέσω, σε Αισχίν. κ.λπ.
Middle Liddell
and -ύω fut. ἐξομοῦμαι aor1 ἐξώμοσα
1. to swear in excuse, Dem.: to swear in the negative, ἐξ. τὸ μὴ εἰδέναι Soph.:—mostly in Mid., to deny or disown upon oath, swear formally that one does not know a thing, Dem., etc.
2. to decline an office by oath that one cannot perform it, Aeschin., etc.