συνεπικουρέω
English (LSJ)
A help to succour, X.Hier.3.2; ταῖς ἀπορίαις τινός Id.Cyr.1.6.24; Astrol., join as ally, τῷ ἡλίῳ S.E.M.5.32.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπικουρέω: ἀπὸ κοινοῦ ἐπικουρῶ, ὡς ἐπίκουρος προσέρχομαι, βοηθῶ, ἀνακουφίζω, Ξεν. Ἱέρ. 3. 2· τινι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 32· ταῖς ἀπορίαις τινὸς Ξεν. Κύρ. 1. 6, 24.