συνεπικουρέω

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπικουρέω Medium diacritics: συνεπικουρέω Low diacritics: συνεπικουρέω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΚΟΥΡΕΩ
Transliteration A: synepikouréō Transliteration B: synepikoureō Transliteration C: synepikoureo Beta Code: sunepikoure/w

English (LSJ)

help to succour, X.Hier.3.2; ταῖς ἀπορίαις τινός Id.Cyr.1.6.24; Astrol., join as ally, τῷ ἡλίῳ S.E.M.5.32.

French (Bailly abrégé)

συνεπικουρῶ :
venir ensemble ou en même temps au secours de, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπικουρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επικουρέω mede te hulp komen, met dat.

German (Pape)

mit, zugleich zu Hilfe kommen; ταῖς ἀπορίαις, Xen. Cyr. 1.6.25; Hier. 3.2.

Russian (Dvoretsky)

συνεπικουρέω: вместе или одновременно оказывать помощь, помогать (τινι Xen., Sext.): σ. ταῖς ἀπορίαις τινός Xen. помогать кому-л. в нужде.

Greek Monotonic

συνεπικουρέω: μέλ. -ήσω, προσέρχομαι ως σύμμαχος ή αρωγός, βοηθώ, ανακουφίζω, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπικουρέω: ἀπὸ κοινοῦ ἐπικουρῶ, ὡς ἐπίκουρος προσέρχομαι, βοηθῶ, ἀνακουφίζω, Ξεν. Ἱέρ. 3. 2· τινι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 32· ταῖς ἀπορίαις τινὸς Ξεν. Κύρ. 1. 6, 24.

Middle Liddell

fut. ήσω
to join as an ally, help to relieve, Xen.