συνεπικουρέω

English (LSJ)

help to succour, X.Hier.3.2; ταῖς ἀπορίαις τινός Id.Cyr.1.6.24; Astrol., join as ally, τῷ ἡλίῳ S.E.M.5.32.

French (Bailly abrégé)

συνεπικουρῶ :
venir ensemble ou en même temps au secours de, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπικουρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επικουρέω mede te hulp komen, met dat.

German (Pape)

mit, zugleich zu Hilfe kommen; ταῖς ἀπορίαις, Xen. Cyr. 1.6.25; Hier. 3.2.

Russian (Dvoretsky)

συνεπικουρέω: вместе или одновременно оказывать помощь, помогать (τινι Xen., Sext.): σ. ταῖς ἀπορίαις τινός Xen. помогать кому-л. в нужде.

Greek Monotonic

συνεπικουρέω: μέλ. -ήσω, προσέρχομαι ως σύμμαχος ή αρωγός, βοηθώ, ανακουφίζω, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπικουρέω: ἀπὸ κοινοῦ ἐπικουρῶ, ὡς ἐπίκουρος προσέρχομαι, βοηθῶ, ἀνακουφίζω, Ξεν. Ἱέρ. 3. 2· τινι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 32· ταῖς ἀπορίαις τινὸς Ξεν. Κύρ. 1. 6, 24.

Middle Liddell

fut. ήσω
to join as an ally, help to relieve, Xen.