συνοργίζομαι

From LSJ
Revision as of 11:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοργίζομαι Medium diacritics: συνοργίζομαι Low diacritics: συνοργίζομαι Capitals: ΣΥΝΟΡΓΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: synorgízomai Transliteration B: synorgizomai Transliteration C: synorgizomai Beta Code: sunorgi/zomai

English (LSJ)

fut.

   A -ισθήσομαι D.21.100, -ιοῦμαι Lib.Or.42.29: aor. συνωργίσθην D.21.6:—to be angry together, τοῖς ἀδικηθεῖσιν Isoc. 4.181, cf. Plu.2.490c: abs., D.21.6, Plu.2.63c, Marin.Procl.20; meet anger with anger, Phld.Ir.p.34 W.

Greek (Liddell-Scott)

συνοργίζομαι: μέλλ. -ισθήσομαι, Δημ. 547. 6, -ιοῦμαι Λιβάν.· ἀόρ. συνωργίσθην· ἀποθετ. Ὀργίζομαι ὁμοῦ μετά τινος, τινι, μετά τινος, Ἰσοκρ. 78Ε, Δημ. 516. 7, ἔνθ’ ἀνωτ., Πλούτ. 2. 63C· καὶ γὰρ τᾷ Δάματρι συνωργίσθη Διόνυσος Καλλ. εἰς Δήμητρ. 72, κλπ.