σύνταρρος

From LSJ
Revision as of 10:02, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνταρρος Medium diacritics: σύνταρρος Low diacritics: σύνταρρος Capitals: ΣΥΝΤΑΡΡΟΣ
Transliteration A: sýntarros Transliteration B: syntarros Transliteration C: syntarros Beta Code: su/ntarros

English (LSJ)

ον, (ταρρός, ταρσός)

   A interwoven, entangled, δένδρον σ. a tree with interlacing roots, ib.3.7.2, cf. 10.7.

Greek (Liddell-Scott)

σύνταρρος: -ον, (ταρρός, ταρσὸς) συμπεπλεγμένος, περίπλοκος, σύνταρρα δένδρα, ἔχοντα συμπεπλεγμένας τὰς ῥίζας, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 2., 10, 7.