συντιμωρέω
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt
English (LSJ)
A contribute to help or cure, Hp.Art.48; τῷ πνεύμονι Aret.SA2.7; conspire together, σ. ἀλλήλοισι δίψος καὶ ποτόν Id.SD2.2, cf. 2.1, Hp.Acut.17.
Greek (Liddell-Scott)
συντῑμωρέω: λυσιτελῶ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 815· τῷ πνεύμονι Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 7, κτλ.