ἀντιβάκχειος
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
English (LSJ)
(sc. πούς), ὁ, the foot - -, Diom.1.513 K., al.: —also ἀντί-βακχος, ὁ, Ter.Maur.1411.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιβάκχειος: ἢ παλιμβάκχειος, ποὺς --υ, ὡς λείποισθε, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸν βακχεῖον υ-- ὡς λιπόντων.