δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
ὁ, Μαυτός που έχει ογκώδεις ή ψηλούς ώμους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + -οίδης (< οἰδέω «πρήζομαι», πρβλ. ἰσχι-οίδης].