χρωματογραφία

From LSJ
Revision as of 15:31, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480

Greek Monolingual

η, Ν
1. η χρωματογράφηση
2. χημ. μέθοδος διαχωρισμού τών συστατικών ενός μίγματος με σκοπό την ποσοτική και ποιοτική τους ανάλυση (α. «χρωματογραφία προσρόφησης» β. «χρωματογραφία κατανομής» γ. «αέρια χρωματογραφία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chromatography < χρώμα, -ατος + -γραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1815 στον Αθαν. Σταγειρίτη].