αδρόμισθος

From LSJ
Revision as of 22:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἁδρόμισθος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που παίρνει αδρή, μεγάλη αμοιβή
αρχ.
αυτός που παρέχει μεγάλα βραβεία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁδρός + μισθός.
ΠΑΡ. νεοελλ. αδρομισθία].