νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
ἄειλος, -ον (Α)
αυτός που δεν θερμαίνεται από τον ήλιο, ο ανήλιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + εἵλη (= η θερμότητα του ήλιου)].