αγιόκλημα

From LSJ
Revision as of 22:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek Monolingual

το Βοτ.
κοινή ονομασία διαφόρων ειδών του γένους Λονικέρα (Lonicera).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αιγόκλημα κατά παρετυμολ. προς το επίθ. άγιος].