αεριόμορφος
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που έχει μορφή αερίου, αεριοειδής, αερώδης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέριο + μορφή.
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
-η, -ο
αυτός που έχει μορφή αερίου, αεριοειδής, αερώδης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέριο + μορφή.