αερώδης

From LSJ

Ὁμιλίας δὲ τὰς γεραιτέρων (γεραιτέρας) φίλει → Seniliores quaere amicitias tibi → Den Umgang mit den Älteren erwähle dir

Menander, Monostichoi, 421

Greek Monolingual

-ες (Α ἀερώδης) ἀήρ
1. ο όμοιος με τον αέρα, αραιός, λεπτός, άυλος, ελαφρός
2. αυτός που έχει το χρώμα του αέρα, του ουρανού, ο αερόχρωμος
3. ο γεμάτος αέρα
4. το ουδ. ως ουσ. το αερώδες
αερώδης φύση, σύσταση.