ακρόλιθος

From LSJ
Revision as of 11:15, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99

Greek Monolingual

-ο (Α ἀκρόλιθος, -ον)
(κυρίως για αγάλματα) αυτός που τα άκρα του είναι κατασκευασμένα από πέτρα
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ακρόλιθος
ο ακρογωνιαίος λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο- (Ι) + λίθος.