ἄνισον
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
τό,
A v. ἄννησον.
German (Pape)
[Seite 238] τό, Anis, Theophr. u. Sp., mit ἄνηθον u. ἄνησον verwandt, vgl. Schol. Theocr. 7, 63.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνῑσον: τό, τὸ νῦν γλυκάνισον ἢ «ἀνασόνι» καλούμενον, Διοσκ. 3. 65· συγγενὲς πρὸς τὸ ἄνηθον· πρβλ. Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 7. 63.
Spanish (DGE)
v. ἄννησον.