βαρυντικός
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
English (LSJ)
ή, όν,
A weighing down, Arist.Cael.310a32. II retracting the accent, Αἰολεῖς EM548.19, AB663.
German (Pape)
[Seite 434] beschwerlich machend, Arist, Coel. 4, 3. Bei den Gramm. heißen so die Aeoler, die die Barytona lieben.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρυντικός: -ή, -όν, ὁ βαρύνων, ἕλκων πρὸς τὰ κάτω, Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 3, 3. ΙΙ. ὁ ἀγαπῶν νὰ μεταχειρίζηται τὴν βαρεῖαν, ὡς οἱ Αἰολεῖς, Γραμμ.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que produce pesadez, entorpecedor neutr. subst. τὸ βαρυντικόν op. τὸ κουφιστικόν del movimiento, Arist.Cael.310a33.
2 gram. que usa la baritonesis de los eolios EM 548.19, 752.13G., AB 663.21, An.Ox.4.340.8, Et.Gud.581.9S.