χρυσόξιφος
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
ον,
A with sword of gold, gloss on χρυσάορος, Cyr., Lex.Havn. in Schmidt Hsch. s.v. χρυσάορον.
German (Pape)
[Seite 1381] mit goldenem Schwerte, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόξῐφος: -ον, ὁ ἔχων χρυσοῦν ξίφος, παρὰ τοῖς Γραμμ., πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ χρυσάορος.