ψυχοβλαβής
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
German (Pape)
[Seite 1404] ές, an der Seele verletzend, verletzt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχοβλᾰβής: -ές, ἐπιβλαβὴς εἰς τὴν ψυχήν, Ἰω. Χρυσ. τ. 1. σ. 169, κλπ. -ψυχοβλαβῶς, Ἐπίρρ. μετὰ ψυχικῆς βλάβης, Δίδ. Ἀλέξ. σ. 616, ἔκδ. Mi.