ψυχοβλαβής

From LSJ

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379

German (Pape)

[Seite 1404] ές, an der Seele verletzend, verletzt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχοβλᾰβής: -ές, ἐπιβλαβὴς εἰς τὴν ψυχήν, Ἰω. Χρυσ. τ. 1. σ. 169, κλπ. ψυχοβλαβῶς, Ἐπίρρ. μετὰ ψυχικῆς βλάβης, Δίδ. Ἀλέξ. σ. 616, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που βλάπτει την ψυχή
νεοελλ.
φρενοβλαβής.
επίρρ...
ψυχοβλαβῶς ΜΑ
με ψυχική βλάβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -βλαβής (< βλάβη), πρβλ. φρενοβλαβής].