ὠμαλθής
English (LSJ)
ές, (ὠμός, ἀλθαίνω) ἕλκος ὠ. a wound
A scarred over too soon, without healing properly, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ὠμαλθής: -ές, (ὠμός, ἄλθω)· ― ἕλκος ὠμ., ἕλκος ἐπουλωθὲν ταχύτερον τοῦ δέοντος χωρὶς νὰ θεραπευθῇ προσηκόντως, Ἡσύχ.