ἐπίμοιρος
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
English (LSJ)
ον,
A partaking in, c. gen., στεφάνων B.1.48, cf. Euryph. ap. Stob.4.39.27.
German (Pape)
[Seite 964] theilhaftig, fähig, τινός, Stob. flor. 103, 27 aus Eurypham.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίμοιρος: -ον, μετέχων τινός, μετὰ γεν., εὐδαιμοσύνας ἐπίμοιρος (βίος) Εὐρυφάν. παρὰ Στοβ. 555. 42, Βακχυλ. 1. 158, Πρόκλ. 6. 26., 7. 25.