θεριστικός

From LSJ
Revision as of 11:31, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεριστικός Medium diacritics: θεριστικός Low diacritics: θεριστικός Capitals: ΘΕΡΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: theristikós Transliteration B: theristikos Transliteration C: theristikos Beta Code: qeristiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for reaping, δρέπανον PMagd.8.6 (iii B.C.); ὕμνος Suid. s.v. Λιτυέρσης: as Subst. θ., τό, crop, Str.17.3.11.

German (Pape)

[Seite 1201] = θεριστήριος; τὰ θεριστικά, die Ernte, δύο θεριστικὰ καρπ οῦνται Strab. XVII, 831.

Greek (Liddell-Scott)

θεριστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ θερίζειν, σπάθη Βυζ.· ὕμνος Σουΐδ. ἐν λ. Λιτυέρσης. ― ὡς οὐσ., θεριστικόν, τό, ἡ καρπολογία, ἐσοδεία, Στράβ. 381.