κακομήτης
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
ου, ὁ, = foreg., pl.
A -μῆται Orph.Fr.119.
German (Pape)
[Seite 1301] ὁ, dasselbe, Eur. Or. 1403.
Greek (Liddell-Scott)
κακομήτης: -ου, ὁ, = τῷ προηγ., Εὐρ. Ὀρ. 1403, Ὀρφ. Ἀποσπ. 8. 47 (50), «κακόβουλος» Ἡσύχ.