εὔοπτος
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
ον, (ὁράω, ὄψομαι)
A open to view, οὐκ ἐν εὐόπτῳ οἰκέουσιν αἱ νοῦσοι Hp. de Arte11; conspicuous, LXX Ep.Je.60, Longus 4.3. 2 attractive, good-looking, Muson.Fr.21p.116H. (Sup.), EM 276.36, Cat.Cod.Astr.8(2).59. II (ὀπτάω) well-cooked, τροφή Ath.Med. ap.Orib.inc.23.3.
German (Pape)
[Seite 1085] wohl zu sehen, deutlich, Long. 4, 3; schön, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
εὔοπτος: -ον, (ὁράω, ὄψομαι) περιφανής, εὐκόλως ὁρώμενος, Λογγῖν. 4. 3. ΙΙ. ὡραῖος, εὐειδής, Ἐτυμολ. Μ. 276. 36.