ἄσμενος

Revision as of 12:18, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_7)

English (LSJ)

η, ον,

   A well-pleased, glad, always with a Verb, φύγεν ἄ. ἐκ θανάτοιο he was glad to have escaped death, Il.20.350, cf. Od. 9.63, Pi.O.13.74: freq. in Trag. and Att., ἄσμενος δὲ τἂν . . κάμψειεν γόνυ A.Pr.398; ἐκ θαλάσσης ἀσμένους πεφευγότας E.Hel.398; ἄ. αἱρεθείς Th.6.12; ἐκάθευδον ἄ. ἥκων ἐξ ἀγροῦ Lys.1.13; ἀσμένας εἰς τὸν λειμῶνα ἀπιούσας Pl.R.614e: freq. in dat., ἐμοὶ δέ κεν ἀσμένῳ εἴη glad would it make me ! Il.14.108; ἀσμένῳ δέ σοι . . νὺξ ἀποκρύψει φάος glad wilt thou be when night shuts out the light, A.Pr.23; ὥς σφι ἀσμένοισι ἡμέρα ἐπέλαμψε Hdt.8.14; ἀσμένῃ δέ μοι . . ἦλθε S.Tr.18; ὡς ἀσμένοισιν ἦλθες Ar.Pax582, cf. Pl.Cra.418c, etc. Adv. ἀσμένως gladly, readily, A.Pr.728, D.18.36, Alex.142, Timocl.14 (this Adv., which is common in later Greek, Act.Ap.21.17, etc., has sts. been substituted for the Adj., as in Th.4.21 (v. l.)): Sup. ἀσμεναίτατα (v.l. -έστατα) Pl.R.329c; -έστατα ib.616a (though the Adj. makes -ώτερος, -ώτατος, Hp.Art.8, cf. Phryn.PSp.18B.). (Not to be connected with ἁνδάνω, since there is no ancient authority for rough breathing ἁσμ-.)

German (Pape)

[Seite 372] gern, freudig, froh; ἐμοὶ δέ κεν ἀσμένῳ εἴη Iliad. 14, 108, mir wird es lieb sein; φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο 20, 350, ist froh, dem Tode entronnen zu sein; ἔνθεν δὲ προτέρω πλέομεν ἀκαχήμενοι ἦτορ, ἄσμενοι ἐκ θανάτοιο, φίλους ὀλέσαντες ἑταίρους Od. 9, 63. 566. 10, 134; ἀσμένῃ δ' ἐμοὶ ἦλθε Soph. Tr. 18; vgl. Aesch. Pr. 23; ὥς σφι ἀσμένοισι ἡμέρη ἐπέλαμψε Her. 8, 14; ἀσμένοις τοῖς ἀνθρώποις τὸ φῶς ἐγίγνετο Plat. Crat. 418 c; Thuc. 6. 12, u. oft in Prosa, ἄσμενος ὁρᾶν u. ähnl., wie Pind. εὗρεν Ol. 13, 71. – Compar., B. A. p. 12 ἀσμενώτερος καὶ ἀσμεναίτατα λέγε; letzteres Plat. Rep. I, 329 c; ἀσμενέστατα X, 616 a, wie Cic. Att. 13, 22. – Adv. ἀσμένως, willig, mit Freuden, Plat u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
joyeux, content ; φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο IL il fut heureux d’échapper à la mort ; ἐμοὶ δέ κεν ἀσμένῳ εἴη IL cela me serait agréable ; ἀσμένῃ δε μοι ἦλθε SOPH il est venu à ma grande joie.
Étymologie: p. *σϜάδμενος, de la R. ΣϜαδ se réjouir, > ἡδομαι, ἁνδάνω.

English (Autenrieth)

(root σϝαδ, ἁνδάνω): glad; ἐμοὶ δέ κεν ἀσμένῳ εἴη, 'twould ‘please me’ well, Il. 14.108.

English (Slater)

ἄσμενος
   1 glad ἐπιχώριον μάντιν ἄσμενος εὗρεν (O. 13.74)

Spanish (DGE)

-η, -ον

• Alolema(s): ἅ- en Pl.

• Morfología: [sup. ἁσμενέστατα Pl.R.329c, ἀσμεναίτατα Cic.Att.329.1]
1 siempre como pred. contento, de buen grado c. verb. de mov. φύγεν ἄ. ἐκ θανάτοιο Il.20.350, cf. Od.9.63, ἔφευγον ἄσμενοι τὴν ἵππον Hdt.9.52, τοὺς δ' ἐκ θαλάσσης ἀσμένους πεφευγότας E.Hel.398, οὐχ ἅσμενος εἶσιν αὐτόσε; Pl.Phd.68b, ὁ ... Σοφοκλῆς ἄ. ἔφη τὰ ἀφροδίσια ... ἀποπεφευγέναι Plu.2.788e
ἄσμενον μολεῖν γέφυραν A.Pers.736, ἄσμενοι ἐφοίτων παρὰ τὸν Δηιόκεα Hdt.1.96, ὡς ἦλθες ἡμῖν ἀσμένοις φιλτάτη Ar.Pax 582, cf. Ach.267, κ(ατα)βέβηκεν ἄσμ(εν)ος Timocl.14.2, ἁσμένας (sc. ψυχάς) εἰς τὸν λιμένα ἀπιούσας Pl.R.614e, cf. 620d
c. verb. de acción ἄ. δὲ τἂν ... κάμψειεν γόνυ A.Pr.395, (καταλλαγάς) ἀν ἐκεῖνος ποιήσαιτ' ἄ. D.1.4, αἱ πόλεις ... γελῶσιν ἄσμεναι Ar.Pax 540, φυτὰ προσγελάσεται ... ἄσμενα Ar.Pax 600, ἐκάθευδον ἄ. Lys.1.13, ἀνθρώπους ... ἀσμένους ἀπὸ ναυμαχίας ... οὐ δοκεῖν ἂν ... ὑπακοῦσαι Th.7.73, cf. Is.9.24, οἱ δὲ περὶ τὸν Μακκαβαῖον ἄσμενοι περιεκάθισαν τὸ φρούριον LXX 2Ma.10.33
c. verb. de percepción ἄσμενός σ' ἰδὼν πρὸς ἀσμένας πέπτωκα σὰς παρηίδας E.Io 1438, ἀσμένη ... ἤκουσε X.Smp.9.3, ἄσμενον ὄμμα τίταινεν Nonn.D.39.256
c. verb. del tipo ‘encontrar’, ‘recibir’ μάντιν ἄ. εὗρεν Pi.O.13.74, cf. Pl.Grg.486d, ὑποδεξάμενον ἄσμενον τοὺς λόγους τὸν Πανιώνιον Hdt.8.106, εἴ τέ τις ἄρχειν ἄ. αἱρεθεὶς παραινεῖ Th.6.12, πρόφασιν εἴληφ' ἄ. Men.Asp.394, cf. 433, ἄ. ἄν σε προσεδεξάμην Plu.2.777b
c. verb. de devenir οὐκ ἂν ἐλεύθεροι γένοιντ' ἄσμενοι D.2.8, Πέρσαι ... ἄσμενοι ἐλευθεροῦντο Hdt.1.127
en constr. en dat. y gener. c. verb. cop. ἐμοὶ δέ κεν ἀσμένῳ εἴη me sería grato, Il.14.108, ἀσμένῳ δέ σοι con agrado tuyo A.Pr.23, ἀσμένῃ δέ μοι S.Tr.18, σφι ἀσμένοισι Hdt.8.14, ἦν αὐτοῖς ὁ πλοῦς ἀσμένοις X.Eph.1.12, ἀσμένῳ οἱ ἐγένετο ἡ ἐπιδημία τοῦ ἀνδρός Philostr.VS 521
sup. ἀσμενωτάτη apreciadísima ποίη (βουσίν) Hp.Art.8 (p.216)
neutr. plu. sup. c. valor adverb. ἁσμενέστατα muy gustosamente ἁ. ... αὐτὸ (e.d. τἀφροδίσια) ἀπέφυγον Pl.R.329c, cf. 616a, ἀσμεναίτατα Cic.l.c.
2 adv. -ως gustosamente, gozosamente (αἱ Ἀμαζόναι) σ' ὁδηγήσουσι καὶ μάλ' ἀ. A.Pr.728, ἀ. ἐπὶ τὰς διαλλαγὰς ... ὥρμησαν Isoc.4.94, ἀ. ὑποδέχεσθαι X.Mem.3.11.10, ἀ. ἠκούσαμεν Alex.142, οὐκ ἀ. ἔμαρψεν ἐρράου σκύλος Lyc.1316, φαγὼν ἀ. Vit.Fr.Pap. en POxy.1798.44.4.7, μάλιστα ἀ. cordialmente Philostr.VA 3.27, cf. Plu.2.82e.

• Etimología: Part. rel. por algunos c. la raíz *su̯ād- de ἥδομαι q.u., de donde *Ϝαδ-σ-μενος, aunque no hay restos de Ϝ. Tb. rel. c. νέο-μαι, de donde *n̥s-s-menos. Otros rel. c. mic. a-se-so-si de *seH2-/*sH2- en ἄση, ἅδην q.u.