εὐωχητικός
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
English (LSJ)
ή, όν,
A festive, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1112] zum Schmausen gehörig.
Greek (Liddell-Scott)
εὐωχητικός: -ή, -όν, εἰς εὐωχίαν ἀνήκων, Γλωσσ.