κρούνωμα
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
English (LSJ)
ατος, τό,
A = κρουνός 2, κ. βρότειον Emp.6.3.
German (Pape)
[Seite 1514] τό, das Hervorgesprudelte, = κρουνός, δακρύοις τέγγει κρούνωμα βρότειον, die Augen als die Quellen der Thränen, Empedocl. 28.
Greek (Liddell-Scott)
κρούνωμα: τό, ὡς εἰ ἐκ ῥήματος κρουνόω, = κρουνός, Ἐμπεδ. 161.