μεγαληνορία

Revision as of 19:46, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

Dor. μεγᾰλ-ᾱνορία, ἡ,

   A manliness, self-confidence, Pi.N.11.44 (pl.).    2 haughtiness, E.Ph.184 (lyr., sed -ηγορ- Sch.).

German (Pape)

[Seite 105] ἡ, große Mannhaftigkeit, hoher Muth, gew. tadelnd, Hochmuth, μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν, Pind. N. 11, 44; μεγαλανορίαισιν ἐμὰς φρένας οὐ φοβήσεις, Eur. Heracl. 357; Phoen. 185; Mesomed. Hymn. in Nemes. 19.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰληνορία: ἡ, μεγαλοφροσύνη, μεγαλοψυχία, Πινδ. Νεμ. 11. 57, ἐν τῷ πληθυντ.· - ὑπερηφανία, Εὐρ. Φοίν. 185, Ἡρακλεῖδαι 356.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 grand dessein;
2 orgueil.
Étymologie: μεγαλήνωρ.