μεγαλοφροσύνη
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
ἡ,
A greatness of mind, Pl.Smp. 194b, Isoc.9.27, IG7.2713.10 (Oratio Neronis), Philostr.VS2.1.3; ὑπὸ μεγαλοφροσύνης = magnanimously, Hdt.7.136.
2 in bad sense, pride, arrogance, ib.24; μ. γένους pride of family, Antipho 4.3.2: pl., proud thoughts, AP5.298 (Agath.).
II elevation of thought, Longin.7.3, Demetr. Eloc.298; ὕψος μεγαλοφροσύνης ἀπήχημα Longin.9.2.
German (Pape)
[Seite 108] ἡ, hoher Sinn, Großmuth u. vgl., τὴν σὴν ἀνδρείαν καὶ μεγαλοφροσύνην, Plat. Conv. 194 b; Dem. 24, 123 u. A.; aber auch tadelnd, Hochmuth, Stolz, Her. 7, 24; γένους, Antipho 4 γ 2; Pallad. 122 (X, 45).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 élévation des sentiments, grandeur d'âme;
2 en mauv. part orgueil, fierté.
Étymologie: μεγαλόφρων.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλοφροσύνη: (ῠ) ἡ
1 величие духа, душевное благородство (ἀνδρεία καὶ μ. Plat.): ὑπὸ μεγαλοφροσύνης Her. из великодушия;
2 тж. pl. высокомерие, надменность Her. etc.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοφροσύνη: ἡ, ὕψος φρονημάτων, μεγαλοψυχία, Πλάτ. Συμπ. 194Β, Ἰσοκρ. 194Α, κτλ.· ὑπὸ μεγαλοφροσύνης, ἐκ μεγαλοψυχίας, Ἡρόδ. 7. 136. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὑπερηφανία, ἀλαζονεία, αὐτόθι 24, 136· μ. γένους, ὑπερηφανία γένους, καταγωγῆς, Ἀντιφῶν 127, 21· πληθ., ὑπερήφανοι στοχασμοί, Ἀνθ. Π. 5. 299.
Greek Monolingual
η (ΑM μεγαλοφροσύνη) μεγαλόφρων
1. η ιδιότητα και το χαρακτηριστικό γνώρισμα του μεγαλόφρονα, το να έχει κανείς υψηλό και γενναίο φρόνημα, η μεγαλοψυχία, η γενναιοφροσύνη («τὴν σὴν ἀνδρείαν καὶ μεγαλοφροσύνην», Πλάτ.)
2. (με κακή σημ.) υπερηφάνεια, αλαζονεία, έπαρση, υπεροψία («μεγαλοφροσύνης εἵνεκεν αὐτὸ Ξέρξης ὀρύσσειν ἐκέλευε», Ηρόδ.)
αρχ.
1. ανώτερη σκέψη, υψηλή σκέψη («ὕψος μεγαλοφροσύνης ἀπήχημα», Λογγίν.)
2. στον πληθ. αἱ μεγαλοφροσύναι
υπερήφανοι στοχασμοί
3. φρ. «μεγαλοφροσύνη τοῦ γένους» — περηφάνια για το γένος, για την καταγωγή (Αντιφ.).
Greek Monotonic
μεγᾰλοφροσύνη: ἡ,
1. διανοητική δύναμη, σε Πλάτ.· ὑπὸ μεγαλοφροσύνης, με μεγαλοψυχία, σε Ηρόδ.
2. με αρνητική σημασία, αλαζονία, υπεροψία, στον ίδ.
Middle Liddell
μεγᾰλοφροσύνη, ἡ,
1. greatness of mind, Plat.; ὑπὸ μεγαλοφροσύνης magnanimously, Hdt.
2. in bad sense, pride, arrogance, Hdt. [from μεγᾰλόφρων]
English (Woodhouse)
pride, elevation of mind, highmindedness, nobility of character