μεγαλοφροσύνη

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοφροσύνη Medium diacritics: μεγαλοφροσύνη Low diacritics: μεγαλοφροσύνη Capitals: ΜΕΓΑΛΟΦΡΟΣΥΝΗ
Transliteration A: megalophrosýnē Transliteration B: megalophrosynē Transliteration C: megalofrosyni Beta Code: megalofrosu/nh

English (LSJ)

ἡ,
A greatness of mind, Pl.Smp. 194b, Isoc.9.27, IG7.2713.10 (Oratio Neronis), Philostr.VS2.1.3; ὑπὸ μεγαλοφροσύνης = magnanimously, Hdt.7.136.
2 in bad sense, pride, arrogance, ib.24; μ. γένους pride of family, Antipho 4.3.2: pl., proud thoughts, AP5.298 (Agath.).
II elevation of thought, Longin.7.3, Demetr. Eloc.298; ὕψος μεγαλοφροσύνης ἀπήχημα Longin.9.2.

German (Pape)

[Seite 108] ἡ, hoher Sinn, Großmuth u. vgl., τὴν σὴν ἀνδρείαν καὶ μεγαλοφροσύνην, Plat. Conv. 194 b; Dem. 24, 123 u. A.; aber auch tadelnd, Hochmuth, Stolz, Her. 7, 24; γένους, Antipho 4 γ 2; Pallad. 122 (X, 45).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 élévation des sentiments, grandeur d'âme;
2 en mauv. part orgueil, fierté.
Étymologie: μεγαλόφρων.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοφροσύνη: (ῠ) ἡ
1 величие духа, душевное благородство (ἀνδρεία καὶ μ. Plat.): ὑπὸ μεγαλοφροσύνης Her. из великодушия;
2 тж. pl. высокомерие, надменность Her. etc.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοφροσύνη: ἡ, ὕψος φρονημάτων, μεγαλοψυχία, Πλάτ. Συμπ. 194Β, Ἰσοκρ. 194Α, κτλ.· ὑπὸ μεγαλοφροσύνης, ἐκ μεγαλοψυχίας, Ἡρόδ. 7. 136. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὑπερηφανία, ἀλαζονεία, αὐτόθι 24, 136· μ. γένους, ὑπερηφανία γένους, καταγωγῆς, Ἀντιφῶν 127, 21· πληθ., ὑπερήφανοι στοχασμοί, Ἀνθ. Π. 5. 299.

Greek Monolingual

η (ΑM μεγαλοφροσύνη) μεγαλόφρων
1. η ιδιότητα και το χαρακτηριστικό γνώρισμα του μεγαλόφρονα, το να έχει κανείς υψηλό και γενναίο φρόνημα, η μεγαλοψυχία, η γενναιοφροσύνη («τὴν σὴν ἀνδρείαν καὶ μεγαλοφροσύνην», Πλάτ.)
2. (με κακή σημ.) υπερηφάνεια, αλαζονεία, έπαρση, υπεροψία («μεγαλοφροσύνης εἵνεκεν αὐτὸ Ξέρξης ὀρύσσειν ἐκέλευε», Ηρόδ.)
αρχ.
1. ανώτερη σκέψη, υψηλή σκέψηὕψος μεγαλοφροσύνης ἀπήχημα», Λογγίν.)
2. στον πληθ. αἱ μεγαλοφροσύναι
υπερήφανοι στοχασμοί
3. φρ. «μεγαλοφροσύνη τοῦ γένους» — περηφάνια για το γένος, για την καταγωγή (Αντιφ.).

Greek Monotonic

μεγᾰλοφροσύνη: ἡ,
1. διανοητική δύναμη, σε Πλάτ.· ὑπὸ μεγαλοφροσύνης, με μεγαλοψυχία, σε Ηρόδ.
2. με αρνητική σημασία, αλαζονία, υπεροψία, στον ίδ.

Middle Liddell

μεγᾰλοφροσύνη, ἡ,
1. greatness of mind, Plat.; ὑπὸ μεγαλοφροσύνης magnanimously, Hdt.
2. in bad sense, pride, arrogance, Hdt. [from μεγᾰλόφρων]

English (Woodhouse)

pride, elevation of mind, highmindedness, nobility of character

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)