ἀκροδίκαιος
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
ον,
A = ἀκριβοδίκαιος, v.l. in Stob.2.7.25, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροδίκαιος: -ον, = ἀκριβοδίκαιος, Κλήμ. Ἀλ. 413.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [compar. ἀκροδικαιότερος MAMA 8.569]
1 rigurosamente exacto Epiph.Const.Haer.68.6.
2 que aplica la justicia con todo rigor πάσης ἀρετῆς ὤν ἀκροδικαιότερος MAMA l.c., Clem.Al.Strom.2.20.123
•muy justo Heph.Astr.Epit.4.116.45.