ἀνασωσμός
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ὁ, = foreg., Aq.Ge.45.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασωσμός: ὁ, διάσωσις, διατήρησις, Ἀκύλ. ΙΙ. Δ. (Γένεσ. μζ΄, 7).
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ supervivenciaεἰς ἀ. μέγαν Aq.Ge.45.7.