ἀνθράκωμα
From LSJ
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
English (LSJ)
ατος, τό,
A heap of charcoal, coal-fire, Dsc.Eup.1.45.
German (Pape)
[Seite 233] τό, Kohlenfeuer, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθράκωμα: τό, πῦρ ἐξ ἀνθράκων, ἔπειτα ὀπτηθεῖσα ἐπ’ ἀνθρακώματος Διοσκ. Περὶ Εὐπορίστ. 1. 48.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
montón de carbón, fuego de carbón καδμεία λεπτὴ ... ὀπτηθεῖσα ἐπ' ἀνθρακώματος Dsc.Eup.1.45, cf. Hierocl.Facet.135.