βαλλωτή
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A black horehound, Ballota nigra, Dsc.3.103.
German (Pape)
[Seite 431] ἡ, eine Pflanze, Diosc.; porrum nigrum, Plin.
Greek (Liddell-Scott)
βαλλωτή: ἡ, εἶδος φυτοῦ, ἴσως τὸ μέλαν πράσιον, ἀγριομελισσόχορτον, Διοσκ. 3. 117.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
bot. marrubio fétido o negro, Ballota nigra L., Dsc.3.103, Plin.HN 27.54.