διασώστης
From LSJ
Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν → Ask, and it shall be given you; seek, and ye shall find; knock, and it shall be opened unto you (Matthew 7:7)
German (Pape)
[Seite 605] ὁ, der Einen glücklich durchbringt; erst bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διασώστης: -ου, ὁ, ὁ διατηρῶν τινα ἀκέραιον, ἀσφαλῆ ἐντελῶς, ἴδε Δουκάγγ.