ἑαυτότης
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A self-hood, Procl.Theol.Plat.5.37.
German (Pape)
[Seite 698] ητος, ἡ, Selbstheit, Proclus.
Greek (Liddell-Scott)
ἑαυτότης: -ητος, ἡ, ταυτότης, Πρόκλ. Θεολ. Πλάτ. σ. 328.