ἐκδορά
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ἡ,
A stripping off, removing, λειχήνων Gal.12.844.
German (Pape)
[Seite 757] ἡ, das Abhäuten, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδορά: ἡ τὸ ἐκδέρειν, ἡ ἀφαίρεσις τοῦ δέρματος, «γδάρσιμον», μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.
Spanish (DGE)
-ᾶς, ἡ
desollamiento ἁπάντων ὠμότεροι ... οἱ Πέρσαι, ἐκδοραῖς χρώμενοι como castigo, Thdt.M.81.1416C, cf. Affect.9.32
•medic. excoriación τῶν λειχήνων Crit.Hist. en Gal.12.844, 845, cf. 846.