ἐνιπτάζω
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
lengthd. for ἐνίπτω, A.R.1.492,864.
German (Pape)
[Seite 845] = Folgdm, Ap. Rh. 1, 492. 864, v. l. u. Schol. ἐνιπάζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνιπτάζω: ἀντὶ τοῦ ἐνίπτω, χώετ’ ἐνιπτάζων, «ἐχολοῦτο κακολογῶν καὶ μεμφόμενος» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 492, 864· διάφ. γραφ. ἐνιπάζω.
Spanish (DGE)
reprender χώετ' ἐνιπτάζων se encolerizaba al reprenderlo A.R.1.492, τοίοισιν ἐνιπτάζων μετέειπε A.R.1.864.