ἐπιλογίζομαι

Revision as of 19:27, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

Att. fut.

   A -λογῐοῦμαι Pl.Ax.365b: aor. -ελογισάμην X. (v. infr.), D. (v. infr.), -ελογίσθην Hdt. (v. infr.): pf. -λελόγισμαι D.H.3.15:— reckon over, conclude, consider, ὅτι . . Hdt.7.177, D.44.34, Pl. l.c., Phld.Sign.8,al.; τὰ ἄλλα ὀρθῶς ἐ. D.H.l.c.; take into account, οὐδὲν τοῦτο ἐπελογίσαντο X.HG7.5.16; οὐκ ἐπιλογίζεται τὸ τέταρτον, of the Egyptian year of 365 days, Procl.Hyp.3.56; ἐ. δείγμασιν οὐκ ἀμφιβόλοις Theol.Ar.33:—Pass., τὰ βουλαῖς -λογισθέντα Ph.1.428, cf. Phld.D.1.15.    II. address the peroration, πρὸς ὀργὴν ἢ ἔλεον Theodect. ap.Rh.7.33 W.

German (Pape)

[Seite 958] dep. med., bei Her. aor. pass., überdenken, überlegen, berücksichtigen, ἐπιλογισθέντες ὅτι ἕξουσι Her. 7, 177; praes., Plat. Ax. 365 d; οὐδὲν τούτου ἐπελογίσαντο Xen. Hell. 7, 5, 16, sie kehrten sich nicht daran. – Dabei überlegen, τινί, Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλογίζομαι: μέλλ. Ἀττ. -λογῐοῦμαι, Πλάτ. Ἀξ. 365Β. ἀόρ. -ελογισάμην Ξεν., Δημ., -ελογίσθην Ἡρόδ.: πρκμ. -λελόγισμαι Διον. Ἁλ. 3. 15· Ἀποθ. Ἀναλογίζομαι, συμπεραίνω, θεωρῶ, ὅτι.. Ἡρόδ. 7. 177, Δημ. 1090, ἐν τέλ.· οὐδὲν τοῦτο ἐπελογίσαντο, nullam hujus rei rationem habuerunt, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5. 16· πρβλ. ἐπιλογιστέον. ΙΙ. ἀπαγγέλλω, λέγω τὸν ἐπίλογον, ὅτι ἔργον ῥήτορος, ὥς φησι Θεοδέκτης, προοιμιάσασθαι πρὸς εὔνοιαν, διηγήσασθαι πρὸς πιθανότητα... ἐπιλογίσασθαι πρὸς ὀργὴν ἢ ἔλεον Ἀριστ. Ἀποσπ. 123.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπιλογίσομαι, att. ἐπιλογιοῦμαι, ao. ἐπελογισάμην ou ἐπελογίσθην;
1 tenir compte de, considérer, acc.;
2 penser à, réfléchir à, τινι.
Étymologie: ἐπί, λογίζομαι.