ἐπιπίλναμαι
English (LSJ)
only pres., Ep. for ἐπιπελάζομαι,
A come near, οὔτε χιὼν ἐπιπίλναται Od.6.44 (v.l. ἐπικίδναται) ; ἐπ' οὔδει πίλναται Il.19.92.
German (Pape)
[Seite 969] (s. πίλναμαι), annahen, sich nähern, οὔτε χιὼν ἐπιπίλναται Od. 6, 44.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπίλναμαι: Ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., Ἐπικ., προσπελάζω, ἔρχομαι πλησίον, οὔτε χιὼν ἐπιπίλναται Ὀδ. Ζ. 14.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
s’approcher.
Étymologie: ἐπί, πίλναμαι.