εὐκάμπεια
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
English (LSJ)
ἡ,
A flexibility, of the body, Antyll. ap. Orib.6.35.1.
German (Pape)
[Seite 1073] ἡ, Biegsamkeit, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκάμπεια: ἡ εὐκαμψία, Ἀρχαῖοι Ἰατρ. σ. 126 Matthaei.